ἐπισπεύδων

ἐπισπεύδων
ἐπισπεύδω
urge on
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισπεύδω — (AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω] ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.) αρχ. 1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”